- ξαναπολεμώ
- -άω (Μ ξαναπολεμῶ και ἀξαναπολομῶ, -έω)πολεμώ ξανά, μπαίνω πάλι στη μάχημσν.ειδοποιώ ξανά.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αναμάχομαι — (Α ἀναμάχομαι) μάχομαι εκ νέου, ξαναπολεμώ, ανανεώνω μάχη κυρίως μετά από ήττα αρχ. 1. διαπληκτίζομαι εκ νέου, αντικρούω με λόγια 2. επανορθώνω ζημιά, αποκαθιστώ … Dictionary of Greek
μεταπολεμώ — μεταπολεμῶ, έω (Μ) ξαναπολεμώ … Dictionary of Greek